λατέξ

λατέξ
(latex). Βλ. λ. κόμμεα ή γόμες.
* * *
το
(βοτ. -χημ.) κολλοειδές αιώρημα που είναι είτε ο γαλακτικός χυμός ο οποίος εκρέει από ορισμένα φυτά όταν κοπούν ή τραυματιστούν είτε διάφορα τεχνητά γαλακτώματα που αποτελούνται από πλαστικό ή συνθετικό καουτσούκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. latex < λατ. latex, πιθ. < λάταξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …   Dictionary of Greek

  • λατικό — το το λατέξ* …   Dictionary of Greek

  • σαποτίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια τροπικών φυτών που ανήκει στην τάξη εβενώδη ή διοσπυρώδη και η οποία αποτελείται κυρίως από μεγάλα δένδρα που διακρίνονται από το κολλώδες λατέξ γύρω από όλα τα μέρη τους και είναι σημαντικά από οικονομική άποψη ως πηγές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”